ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ: ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΔΙΩΝΥΜΟ -- Sexuality and Disability

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ: ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΔΙΩΝΥΜΟ
Καραθανάση Ζαχαρένια, Νηπ/γός Ε.Α.Ε., Υποψ. Διδ. Παν/μίου Αιγαίου
Παπαθανασίου Χρυσοβαλάντης, Παιδαγωγός, Κοινωνιολόγος MSc EHESS Paris, Δρ. Ψυχολογίας Aix-Marseille Université
Βελώνη Γεωργία, Νηπ/γός, Βιβλιοθηκονόμος και Επιστήμων της Πληροφόρησης

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ: ΕΝΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΔΙΩΝΥΜΟ
Καραθανάση Ζαχαρένια1 , Παπαθανασίου Χρυσοβαλάντης2 , Βελώνη Γεωργία3 
Προφορική Ανακοίνωση στο 7 ο Συνέδριο Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής (Π.Ε.Σ.Ε.Α.) «Η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση των Ατόμων με Αναπηρία (ΑμΑ) και των Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες (ΑμΕΕΑ) στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα», Αθήνα, 7-8 Δεκεμβρίου 2013. 1 Νηπ/γός Ε.Α.Ε., Υποψ. Διδ. Παν/μίου Αιγαίου (zkarathanasi@gmail.com) 2 Παιδαγωγός, Κοινωνιολόγος MSc EHESS Paris, Δρ. Ψυχολογίας Aix-Marseille Université (val_papathanasiou@yahoo.com) 3 Νηπ/γός, Βιβλιοθηκονόμος και Επιστήμων της Πληροφόρησης (geoveloni@yahoo.com) 2


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στις σύγχρονες βιομηχανικά αναπτυγμένες κοινωνίες, αρκετοί άνθρωποι βιώνουν το φύλο και τη σεξουαλικότητά τους απαλλαγμένοι από τις συμβάσεις που υπαγόρευαν οι ουσιοκρατικές και κανονιστικές προσεγγίσεις των πατριαρχικών συστημάτων. Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (1975) για τη σεξουαλική υγεία, η ανθρώπινη σεξουαλικότητα συνδέεται με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την κοινωνική ένταξη και την ποιότητα ζωής (Kempton & Kahn, 1991). Συνεπώς, το δικαίωμα στη συναισθηματική και σεξουαλική ζωή αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες στο σύγχρονο δυτικό κόσμο. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση των ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ); Μολονότι το 2007 το δικαίωμα στη σεξουαλική και συναισθηματική ζωή εντάχθηκε στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ΑμεΑ, το συγκεκριμένο θέμα τίθεται εκτός δημόσιας συζήτησης. Η ποικιλία των αναπηριών, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, ο τρόπος με τον οποίο ένα ΑμεΑ βιώνει τη σεξουαλικότητά του, αποτελούν στοιχεία που φανερώνουν την πολυπλοκότητα του διωνύμου «Σεξουαλικότητα & Αναπηρία» (Παπαθανασίου, 2013). Η σεξουαλικότητα των ΑμεΑ στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό χαρακτηρίζεται ως υποδεέστερη σε σχέση με την ηγεμονική ανδρισμική (Shuttleworth, 2003, 2007b, Wilkerson, 2002).

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ; Κατά τον Tiffer (1995), ως σεξουαλικότητα ορίζονται «οι σεξουαλικές συμπεριφορές ή/και σκέψεις με ερωτικό περιεχόμενο» (Κογκίδου, 2004). Κατά καιρούς πολλοί-ές ερευνητές-τριες έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της εμφάνισης της σεξουαλικότηταςκαι της σημασιοδότησής της. Η σεξουαλικότητα αποτελεί μία οντότητα, αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς μας, κατά τις ουσιοκρατικές θεωρίες. Αντίθετα, οι κονστρουκτιβιστικές θεωρίες, θεωρούν πως η σεξουαλικότητα προκύπτει από τις σχέσεις που δημιουργούνται σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό χωροχρόνο (Κογκίδου, 2004). Σύμφωνα με αναφορές του Weeks (1987), «οι θεωρητικές ρίζες της έννοιας της σεξουαλικότητας βρίσκονται στις προσπάθειες των πρώτων σεξολόγων, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, να συλλάβουν την ουσία αυτής της μυστήριας αλλά παντοδύναμης ορμής της σεξουαλικότητας μέσα από την κατηγοριοποίηση των διαφορετικών της εκδηλώσεων». Η Trieschmann (1988) χαρακτηρίζει τη σεξουαλικότητα ως «έκφραση των σεξουαλικών ενορμήσεων μέσω σεξουαλικών συμπεριφορών, στο πλαίσιο της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου και τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι γι’ αυτό το άτομο». Μιλώντας για σεξουαλικότητα, δεν αναφερόμαστε μόνο σε σεξουαλικές πρακτικές αλλά και σε αισθήματα, αυτοεικόνα, αξίες, πεποιθήσεις. Δεν αναφερόμαστε σε κάτι σταθερό, παγιωμένο και αναλλοίωτο στο χρόνο, αλλά σε μία ρέουσα κατάσταση, η οποία μεταβάλλεται συνεχώς ως αποτέλεσμα των εμπειριών, των αλληλεπιδράσεων, της τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης (Koller, 2000). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Carole Vance (1989), «η σεξουαλικότητα, δηλαδή εκείνο που θεωρούσαμε σαν το πιο φυσικό, το αμετάβλητο αποτέλεσμα του σώματος και της βιολογίας, είναι στην πραγματικότητα ρευστό και μεταβλητό, το προϊόν της ανθρώπινης δράσης και ιστορίας». 3

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Μέχρι το 18ο αιώνα, όταν γεννιόταν ένα παιδί με αναπηρία και δεν μπορούσε να λάβει εντός της οικείας του τη δέουσα φροντίδα, στελνόταν σε πτωχοκομείο ή άσυλο. Οι ιδέες του John Locke, του Rousseau και άλλων φιλοσόφων της εποχής βοήθησαν στη διαμόρφωση της άποψης ότι η κοινωνία έχει ευθύνη να φροντίσει τα ΑμεΑ, έθεσαν τις βάσεις για την πρώτη «ειδική εκπαίδευση» ατόμων με κώφωση, τύφλωση και νοητική αναπηρία και οδήγησαν στην ίδρυση των πρώτων «ειδικών» σχολείων. Φυσικά στα συγκεκριμένα σχολεία δεν υπήρχε καμία ενασχόληση με το κομμάτι της σεξουαλικής αγωγής των ΑμεΑ. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αντιμετώπιση των ΑμεΑ χειροτέρεψε. Πολλά άτομα με νοητική υστέρηση εγκλείστηκαν ως «ασθενείς» και στειρώθηκαν χωρίς τη συγκατάθεσή τους, σε μία προσπάθεια «εξυγίανσης» της κοινωνίας (Kempton & Kahn, 1991).. Τη δεκαετία του 1950 δημιουργήθηκαν οι πρώτες «θεραπευτικές κοινότητες», οι οποίες καλλιεργούσαν την τάση μιας υποτυπώδους κοινωνικοποίησης των ΑμεΑ, ενώ κατά τη δεκαετία του 1960 εισήχθησαν νέες πρακτικές, αναπτύχθηκε η θεωρία αποιδρυματοποίησης, έγινε πλέον επιτακτική η ανάγκη για εκπαίδευση σε κοινωνικές και σεξουαλικές δεξιότητες (Kempton & Kahn, 1991). Στη δεκαετία του 1970 ( δεκαετία των σεξουαλικών δικαιωμάτων και της σεξουαλικής απελευθέρωσης) έσπασε η σιωπή για το θέμα της σεξουαλικότητας, όχι μόνο για τα ΑμεΑ αλλά και για το γενικότερο πληθυσμό. Με νομοθετικές ρυθμίσεις ευνοήθηκε η διεκδίκηση των σεξουαλικών δικαιωμάτων των ΑμεΑ (εκπαίδευση σε κοινωνικοσεξουαλικές δεξιότητες, προσβασιμότητα σε γνώσεις για τη σεξουαλικότητα, εκπαίδευση των ατόμων που θα συμβούλευαν ή θα δίδασκαν στα παιδιά με αναπηρία για τη σεξουαλικότητά τους, εκπαίδευση γονέων παιδιών με αναπηρία) (Kempton & Kahn, 1991). Την τελευταία δεκαετία, η Αμερικάνικη Ένωση για τη Νοητική Υστέρηση (American Association on Mental Retardation, 2002) υποστηρίζει ότι τα ΑμεΑ έχουν δικαίωμα να δημιουργούν σχέσεις με άλλους και να εκφράζονται σεξουαλικά. Παράλληλα, η Αμερικάνικη Ένωση για τη Σχολική Υγεία (American School Health Association, 2003) δηλώνει πως οι μαθητές και μαθήτριες με αναπηρία έχουν δικαίωμα σε μία κατάλληλη, ποιοτική, κατανοητή, ιατρικά ακριβή και βασισμένη στις προσωπικές τους δεξιότητες σεξουαλική εκπαίδευση, μέσα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης υγείας.

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η διαδικασία της σεξουαλικής ανάπτυξης είναι πολυδιάστατη και άρρηκτα συνδεδεμένη με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες που σχετίζονται με την αποδοχή από τους άλλους ανθρώπους, την επίδειξη στοργής, τη σύναψη συναισθηματικών δεσμών (attachment), την αίσθηση του να είναι το άτομο ελκυστικό και αρεστό, να μοιράζεται συναισθήματα και σκέψεις με συνανθρώπους του (Murphy & Elias, 2006, Berman et al., 1999). Η αναπηρία προσθέτει έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα στη διαδικασία αυτή. H εικόνα που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ για τα ΑμεΑ είναι αυτή των «ασεξουαλικών όντων». Έτσι δημιουργείται ο μύθος ότι τα ΑμεΑ δεν είναι ικανά να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις, να συμπεριληφθούν στην καθημερινή πραγματικότητα, να δημιουργήσουν οικογένεια. 4 Ανέκαθεν επικρατούσαν μύθοι σχετικά με τη σεξουαλικότητα των ΑμεΑ. Σε αρκετούς ανθρώπους έχει δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι τα ΑμεΑ έχουν ανάγκη προστασίας και είναι εξαρτημένα και παραμένουν μονίμως παιδιά. Ο μύθος αυτός δημιουργεί την εντύπωση ότι δε μπορούν να δημιουργήσουν μια σχέση η οποία θα βασίζεται στην ισοτιμία των δύο συντρόφων. Επιπρόσθετα, ο μύθος ότι παραμένουν μονίμως παιδιά δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ασεξουαλικά άτομα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την προσωπική τους αυτοεικόνα. Έχει λοιπόν παγιωθεί η άποψη ότι μία ανεπάρκεια σε έναν τομέα (νοητικό ή κινητικό) επιφέρει ανεπάρκεια και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής του ατόμου με αναπηρία (π.χ. στον τομέα της σεξουαλικότητας) (Neufeld et al., 2002). Μύθο επίσης αποτελεί και η άποψη ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν αυξημένες και ανεξέλεγκτες σεξουαλικές ορμές, τις οποίες πολλές φορές εκφράζουν με βίαιο τρόπο. Έρευνες έχουν δείξει ότι η απομόνωση, η άγνοια και η έλλειψη σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των ΑμεΑ αποτελούν παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε ανάρμοστη, ανεύθυνη και σε ορισμένες περιπτώσεις εγκληματική σεξουαλική συμπεριφορά (Greydanus et al., 2002). Παρακάτω θα αναφερθούμε στο θέμα της σεξουαλικότητας σε συνάρτηση με κάθε κατηγορία αναπηρίας (σωματική-κινητική, αισθητηριακή, νοητική και γνωστική-συναισθηματική) χωριστά, με σκοπό να παρουσιαστούν κάποια βασικά στοιχεία, τα οποία θα επιτρέψουν στον αναγνώστη μια πρώτη προσέγγιση της προβληματικής «σεξουαλικότητα και αναπηρία».

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Παρά το γεγονός ότι στην εποχή μας έχει ανοιχτεί ένας διάλογος που σχετίζεται με την εξέταση της αναπηρίας, το θέμα της σεξουαλικότητάς τους δεν προβάλλεται καθόλου προς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Όσον αφορά στα άτομα με σωματική-κινητική αναπηρία, η σεξουαλικότητα είναι από τα βασικά. Υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν γεννηθεί με σωματική-κινητική αναπηρία και άλλα που την αποκτούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Γιατί το θέμα της σεξουαλικότητας πρέπει να είναι περισσότερο σοβαρό για τα ΑμεΑ από ό,τι για τους αρτιμελείς; Η σεξουαλικότητα των ατόμων με αναπηρία έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας από ψυχολόγους και ιατρούς τα τελευταία 25 χρόνια. Παρόλα αυτά, ακόμη και τώρα, πρόκειται για ένα θέμα που σπάνια αναφέρεται σε καθημερινές συζητήσεις και παραλείπεται από βιβλία και διαλέξεις σχετικού περιεχομένου. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Κυρίως, γιατί το θέμα της αναπηρίας είναι αρνητικά στιγματισμένο. Αυτή η αρνητική έκφραση της αναπηρίας ξεκινάει από το γεγονός ότι τα κοινωνικά πρότυπα δημιουργήθηκαν χωρίς να λάβουν υπόψη τους τα ΑμεΑ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν θα πρέπει να μας εντυπωσιάζει η πολύ συνηθισμένη ερώτηση προς τα κινητικά ανάπηρα άτομα: «Μπορείς να κάνεις σεξ;». Πολλοί είναι οι μύθοι και τα στερεότυπα που έχουν αναπτυχθεί και σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα των ατόμων με κινητική αναπηρία. Συγκεκριμένα, επικρατεί η άποψη ότι τα άτομα αυτά δεν έχουν σεξουαλικότητα, ότι είναι εξαρτημένα και έχουν διαρκώς ανάγκη προστασίας, ότι πρέπει να σχετίζονται μόνο με ανθρώπους που 5 έχουν παρόμοια προβλήματα, ότι αν έχουν κάποιο σεξουαλικό πρόβλημα αυτό είναι αποτέλεσμα της αναπηρίας τους και ότι οι γονείς τους δε θέλουν να διαπαιδαγωγούνται σεξουαλικά. Τα τελευταία χρόνια τα ίδια τα άτομα με κινητική αναπηρία έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις σεξουαλικές τους ανάγκες και να τις διεκδικούν. Φυσικά το θέμα της σεξουαλικότητας δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο από όλα τα άτομα με κινητική αναπηρία. Ανάλογα με τη βαρύτητα της αναπηρίας, οι σωματικοί περιορισμοί μπορούν ή δεν μπορούν να αποτελούν πρόβλημα. Οι άνθρωποι που γεννιούνται και μεγαλώνουν με αναπηρία, ίσως έχουν εντελώς διαφορετικά συναισθήματα από ότι εκείνοι που την απέκτησαν αργότερα στην ζωή τους. Πιθανόν να μεγάλωσαν νιώθοντας μη-σεξουαλικοί, λόγο της απουσίας ενθάρρυνσης για φλερτ όταν ήταν έφηβοι, σε συνδυασμό με την γενικότερη έλλειψη σεξουαλικής αποδοχής από τους άλλους. Τα παιδιά χωρίς κινητική αναπηρία, από νωρίς, εκπαιδεύονται από τους γονείς και τους άλλους ενήλικες για θέματα σεξουαλικότητας. Στην περίπτωση, όμως, των παιδιών με κινητική αναπηρία το φλέρτ τείνει να ενθαρρύνεται λιγότερο, κυρίως από την ανάγκη των γονέων να τα προστατέψουν από τις αρνητικές ανταποκρίσεις και κοροϊδίες των συνομηλίκων τους. Σε συνδυασμό δε και με το γεγονός ότι, λόγω της κινητικής τους κατάστασης έχουν περιορισμένες δραστηριότητες με τους συνομηλίκους τους, η όλη διαδικασία του φλερτ αποτελεί μια άγνωστη εμπειρία. Εφόσον, λοιπόν, τα παιδιά με κινητική αναπηρία αντιμετωπίζονται και ενθαρρύνονται ως προς τη σεξουαλικότητά τους με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ότι τα αρτιμελή παιδιά, γενόμενα ενήλικες αποκτούν μία εντελώς λανθασμένη εικόνα για τη σεξουαλικότητά τους. Αντίθετα, τα άτομα που καθίστανται κινητικά ανάπηρα κατά τη διάρκεια της ζωής τους (πιθανότατα από κάποιο ατύχημα ή ασθένεια), έχοντας βιώσει ήδη τη σεξουαλικότητά τους, αναγκάζονται να επαναπροσδιορίσουν την αυτοεικόνα του σώματός τους και να εξοικειωθούν με τη νέα πραγματικότητα. Άτομα με κινητική αναπηρία αναφέρουν ότι αποκτώντας οι ίδιοι-ες οικειότητα με το σώμα τους, παρατηρούν αύξηση της ερωτικής διέγερσης. Ο παράγοντας φύλο διαφοροποιεί το μέγεθος των δυσκολιών των κινητικά αναπήρων ατόμων. Έτσι, το πιο συνηθισμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας άνδρας με κινητική αναπηρία είναι η στύση (ενδεχομένως λόγω κάποιας βλάβης στη σπονδυλική στήλη ή στην περιοχή των γενετικών οργάνων). Ή η δυσκολία εκσπερμάτισης (πιθανόν λόγω κακώσεων της σπονδυλικής στήλης). Δεδομένου ότι στην ανδρική ψυχολογία η στύση και η εκσπερμάτιση συνδέονται με το πρότυπο του ανδρισμού, λόγω δυσκολίας ή έλλειψης αυτών απορρέουν συναισθηματικές ανασφάλειες. Αναφορικά με τις κινητικά ανάπηρες γυναίκες, η αυτοεκτίμηση σε αυτές σχετίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος με την εικόνα του σώματος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στα ΜΜΕ το σώμα μιας κινητικά ανάπηρης γυναίκας δεν προβάλλεται ως «φυσιολογικό» και σεξουαλικό, αυτόματα δημιουργείται στις γυναίκες αυτές μία λανθασμένη εικόνα εαυτού και μειώνεται η αυτοεκτίμησή τους. Η έρευνα καταδεικνύει ότι η εικόνα του σώματος, η σεξουαλική εικόνα και η σεξουαλική ικανοποίηση αποτελούν ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες της αυτοεκτίμησης και της κατάθλιψης στα άτομα με κινητικές αναπηρίες. Οι παράγοντες αυτοί διαδραματίζουν, όπως είναι αναμενόμενο, σημαντικό ρόλο στην ψυχική ολοκλήρωση. Όσο περισσότερο τα άτομα αυτά αισθάνονται καλά με τη σεξουαλικότητά τους και το σώμα τους και όσο περισσότερο νιώθουν σεξουαλική ικανοποίηση, τόσο μεγαλύτερη 6 αυτοεκτίμηση έχουν και τόσο λιγότερο πιθανόν είναι να αναπτύξουν κατάθλιψη (Ασκητής & Πατεράκη, 2011). ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Τα παιδιά με προβλήματα όρασης ακολουθούν την ίδια πορεία, όσον αφορά στη σεξουαλική τους ανάπτυξη, με αυτή των παιδιών χωρίς προβλήματα όρασης. Τα βλέποντα παιδιά έχουν πρόσβαση μέσω της όρασης σε πληθώρα πληροφοριών σχετικών με τη σεξουαλικότητα (διαφορές ανάμεσα στα σώματα των αγοριών και των κοριτσιών, διάφορες μορφές σωμάτων, αλλαγές του σώματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης). Τα παιδιά με οπτική αναπηρία εύκολα μπορεί να δημιουργήσουν λανθασμένη εντύπωση για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος (Davies, 2010). Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει πως πολλά άτομα, λόγω οπτικής αναπηρίας, παρουσιάζουν δυσκολία στις σχέσεις, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ουσιαστικές ελλείψεις στην απόκτηση γνώσεων αναφορικά με τη σεξουαλικότητα, καθώς και δυσκολίες στο σχηματισμό της αυτοεικόνας τους. Γνωρίζουμε τη σημασία της βλεμματικής επαφής από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης ενός παιδιού. Η έλλειψη όρασης είναι αυτή που οδηγεί τα άτομα με οπτική αναπηρία στη δυσκολία σύναψης προσωπικών σχέσεων. Η ανατροφή ενός παιδιού με οπτική αναπηρία μέσα σε ένα περιβάλλον φροντίδας, αποδοχής και θαλπωρής, το βοηθά να αναπτύξει με επιτυχία κοινωνικές δεξιότητες και να προχωρήσει στο σχηματισμό σχέσεων. Έρευνα που διενεργήθηκε στην Ολλανδία, σε 36 τυφλούς-ές έφηβους-ες Ολλανδούς-ές κατέδειξε ότι η αυτοεικόνα αυτών των εφήβων εξαρτιόταν κατά πολύ από την ύπαρξη ή μη σεξουαλικών εμπειριών (Kef & Bos, 2006). Η απουσία οπτικών πληροφοριών είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει την ανάπτυξη της αυτοεικόνας και της σωματογνωσίας, από τη στιγμή που το παιδί δεν μπορεί να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αλλά ούτε και να συγκρίνει το σώμα του με αυτό άλλων ατόμων. Πολλές φορές μάλιστα, τα άτομα με προβλήματα όρασης/τύφλωση θεωρούν τον εαυτό τους λιγότερο ελκυστικό σε σχέση με συνομήλικα άτομα. Η απτική εξερεύνηση είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει ένα παιδί με οπτική αναπηρία το σώμα του, καθώς και το σώμα των άλλων. Είναι σημαντικό να γίνει όταν τα παιδιά είναι ακόμη μικρά, οπότε και χρησιμοποιείται ως μέθοδος συλλογής πληροφοριών και δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση παραπάνω από αυτή που προκαλεί η οπτική παρατήρηση σε ένα βλέποντα συνομήλικο άτομο. Για το λόγο αυτό, τα άτομα αυτά χρειάζονται τις απαραίτητες πληροφορίες μέσω του λόγου και της αφής, έτσι ώστε να σχηματίσουν μια ρεαλιστική αυτοεικόνα και να αναπτύξουν μια επίσης ρεαλιστική εικόνα των ικανοτήτων τους. Πολλές φορές η υπερπροστατευτική διάθεση των γονέων και των δασκάλων δημιουργεί μια υπερεκτίμηση των ικανοτήτων, η οποία μπορεί να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα σε ματαιώσεις και απογοητεύσεις που συχνά αφορούν και στη σύναψη ερωτικών σχέσεων (Γυφτοπούλου, 2011).

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ Η σεξουαλική ζωή των ατόμων με νοητική υστέρηση εμπλέκει κυρίως ζητήματα κοινωνικής, ψυχολογικής και εκπαιδευτικής υφής. Έρευνα των Mercier & Delville (1994) σε είκοσι (20) άτομα με ελαφρά και μέτρια νοητική υστέρηση καταδεικνύει ότι υπάρχει άγνοια σχετικά με την εικόνα του 7 σώματός τους και των λειτουργιών του. Αυτή η άγνοια οφείλεται αφενός στις γνωστικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αφετέρου στην ελλιπή πληροφόρηση και εκπαίδευση από γονείς, ιατρούς και εκπαιδευτές. Το θέμα της σεξουαλικότητας καλύπτεται από ένα πέπλο σιωπής και συνενοχής, αφήνοντας τα άτομα με νοητική υστέρηση σε πλήρη σύγχυση. Αξιοσημείωτα είναι το γεγονός ότι οι άνδρες με νοητική υστέρηση παρουσιάζονται περισσότερο ενημερωμένοι σε θέματα σεξουαλικότητας από ότι οι γυναίκες. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι ο ρόλος που έχει θέσει η κοινωνία για το δικαίωμα της γυναίκας στη γνώση της σεξουαλικότητας δεν έχει καμία σχέση με το αν η γυναίκα αυτή είναι ΑμεΑ ή όχι. Ο αυνανισμός για τα άτομα με νοητική υστέρηση αποτελεί μία απαγορευμένη δραστηριότητα που συνήθως επισύρει ποινές και τιμωρίες Όμως, ο αυνανισμός αποτελεί μία γνωριμία με το σώμα και είναι μια φυσιολογική πορεία προς τη σεξουαλική ολοκλήρωση. Για τα περισσότερα από τα άτομα με νοητική καθυστέρηση αποτελεί και τη μόνη σεξουαλική λειτουργία. Περιλαμβάνει μία σειρά από δραστηριότητες προς εκμάθηση (χώρος, κανόνες υγιεινής, χρόνος). Οι Mercier & Delville (1994), αναφερόμενοι σε παλαιότερη έρευνα των Grunewald & Liner (1981) δηλώνουν ότι τα άτομα με νοητική καθυστέρηση μοιάζουν να έχουν λίγο ή καθόλου σεξουαλικές σχέσεις. Αυτό κυρίως οφείλεται στο φόβο της σεξουαλικής επαφής, ο οποίος τους έχει καλλιεργηθεί από γονείς και εκπαιδευτές. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 60 έφηβους ηλικίας 15-20 ετών με ήπια ή μέτρια νοητική υστέρηση, οι μισοί συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν έλαβαν ποτέ κάποια εκπαίδευση σε θέματα σεξουαλικότητας, ενώ από αυτούς που έλαβαν το 43,3% εκπαιδεύτηκε από την οικογένεια του, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη για εκπαίδευση και υποστήριξη της οικογένειας. Από την άλλη, το 46,7% δεν είχε συζητήσει ποτέ με την οικογένεια τους για θέματα σεξουαλικότητας και είχε άλλες πηγές πληροφόρησης, το 21,7% από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο, το 18,4 % από το σχολείο και το 16,6% από τους φίλους τους, οι οποίοι ενδεχομένως να μην αποτελούν αξιόπιστη πηγή πλροφόρησης (Isler, Beytut, Tas & Conk, 2009a).

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΙΣΜΟΣ Είναι διεθνώς αποδεκτό το γεγονός ότι οι ανάγκες των ατόμων με αναπτυξιακές διαταραχές - και γενικά των ατόμων με αναπηρία - στον τομέα της σεξουαλικότητας δεν διαφέρουν σε σχέση με τα άτομα τυπικής ανάπτυξης (Aunos, 2002). Παρά ταύτα, μέχρι πρόσφατα κυριάρχησε ο μύθος της μειωμένης σεξουαλικότητας στα άτομα με διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, ενώ η σχετική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη και εστιάζεται κυρίως σε άλλες αναπηρίες, πέραν του αυτισμού (Konstantareas και συν, 1997). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι επαγγελματίες ενεργούν στηριζόμενοι στις προσωπικές τους πεποιθήσεις και στα πολιτισμικά δεδομένα (Torisky, 1985, Haracopos et al., 1988). Στις μέρες μας το θέμα της σεξουαλικότητας των ατόμων με αυτισμό αντιμετωπίζεται από τους επαγγελματίες με ευαισθησία και αναγνώριση των ιδιαίτερων αποκλίσεων των ατόμων αυτών όσον αφορά στην κοινωνική τους αλληλεπίδραση, στις ιδιαίτερες ανάγκες τους και στο προφίλ μάθησής τους (Holmes et al., 2005). Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρία (American Psychiatric Association, 1994) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization, 1992) τα βασικά προβλήματα που 8 επηρεάζουν άμεσα τη σεξουαλική συμπεριφορά των ατόμων με αυτισμό είναι η ποιοτική απόκλιση στον τομέα της κατανόησης, της δημιουργίας και της διατήρησης κοινωνικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει βελτίωση της λειτουργικότητας σε άλλους τομείς κατά την εφηβεία ή την ενηλικίωση, τα άτομα με αυτισμό – στις περισσότερες περιπτώσεις – συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα επικοινωνίας και κοινωνικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους (Mesibov 1982). Η σεξουαλικότητα αποτελεί μέρος της σωματικής ανάπτυξης του ατόμου και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ορμόνες, το μεταβολισμό και το νευρικό σύστημα. Αναπτύσσεται μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση, τη σωματική επαφή, την επικοινωνία, απαιτεί φαντασία, και καλεί το άτομο να την ανακαλύψει για να τη βιώσει. Όλα τα προαναφερθέντα όμως αποτελούν σημαντικά προβλήματα στα άτομα με αυτισμό. Η σεξουαλικές ορμές που συνοδεύουν την έλευση της εφηβείας μπορεί να προκαλέσουν πανικό στα άτομα με αυτισμό. Η ελλιπής κατανόηση των κοινωνικών κανόνων μπορεί να οδηγήσει σε αυνανισμό σε δημόσιο χώρο. Η επιθυμία για δημιουργία σχέσης σε συνδυασμό με την έλλειψη δεξιοτήτων για κάτι τέτοιο ενδέχεται να οδηγήσει σε ψυχαναγκασμό και εμμονή ενώ η απόρριψη μπορεί να προκαλέσει αυτοτραυματική συμπεριφορά (Elgar, 1985).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Δυστυχώς είναι ακόμη πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν, σχετικά με το θέμα «Σεξουαλικότητα και Αναπηρία», τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Βασικός στόχος παραμένει η παντελής άρση κάθε είδους φραγμού και εμποδίων των ΑμεΑ και η διασφάλιση των ανθρώπινων και σεξουαλικών τους δικαιωμάτων. Η απώλεια μίας αίσθησης δεν σημαίνει και απώλεια της σεξουαλικότητας, η οποία μπορεί να κατακτηθεί από τα ΑμεΑ, έστω με κάποιους συμβιβασμούς ή περιορισμούς. Οι άνθρωποι που είναι καθηλωμένοι σε αναπηρικό αμαξίδιο ή έχουν χάσει μία αίσθηση δε σημαίνει ότι έχουν χάσει όλες τις άλλες δεξιότητες, ικανότητες, ανάγκες. Τα ζητήματα που τους απασχολούν είναι κοινά με τα ζητήματα οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Μπορεί ακόμα και σήμερα η σεξουαλικότητα να είναι θέμα ταμπού αλλά αυτό είναι ένα θέμα άρρηκτα συνδεδεμένο με το συντηρητισμό της κοινωνίας μας και όχι με την αναπηρία αυτή καθαυτή. Για την επίλυση των προαναφερόμενων προβλημάτων κρίνεται αναγκαία η ένταξη της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία (γενικής και ειδικής αγωγής), η κατάρτιση των ειδικών παιδαγωγών, των εκπαιδευτικών γενικής εκπαίδευσης αλλά και των γονέων παιδιών με αναπηρία στην «ειδική» σεξουαλική αγωγή και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας μέσω κοινοτικών παρεμβάσεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  Ασκητής, Θ. & Πατεράκη, Ν. (2011). Σεξουαλικότητα και κινητική αναπηρία. Ανασύρθηκε στις 15/6/2013 από http://www.foni-lemesos.com/ygeia/special/sex/1220-seksoyalikotita-kai-kinitikianapiria.html  Γυφτοπούλου, Α. (2011). Sexuality: Οπτική Αναπηρία. Ανασύρθηκε στις 25/6/2013 από http://www.zougla.gr/sexuality/article/sexuality-optiki-anapiria 9
 Κογκίδου, Δ. (2004). Φύλο και σεξουαλικότητα στο «Ομοφυλοφιλία – ομοφυλοφοβία. Το φύλο και η συμπεριφορά του» (επιμ. Παπαζήση Θεοφανώ-Χατζητρύφων Νίκος-Κτενίδης Θόδωρος). Αθήνα: Επίκεντρο.
 Λαγουμίδου, Μ. (1996). Gay! γιατί;. Αθήνα: Γρηγόρης.
 Παπαθανασίου, Χ. (2013). Σεξουαλική Αγωγή για Άτομα με Ειδικές Ανάγκες. Επιμορφωτικό- Βιωματικό Σεμινάριο. Διοργάνωση: Employ. Αθήνα, 9/3/2013. Ανασύρθηκε στις 25/6/2013 από http://www.e-employ.gr/editor/assets/pdf/sex_agogi_2013.pdf
 Weeks, J. (1987). Ζητήματα ταυτότητας στο Γιαννακόπουλος, Κώστας (επιμ.). Σεξουαλικότητα – Θεωρίες και πολιτικές της Ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια (2006).
 American Association on Mental Retardation (2002). AAMR policy statement on sexuality. Ανακτήθηκε στις 27/6/2013 από την ιστοσελίδα http://www.aaidd.org/media/PDFs/LifeinCommunity?Sexuality.pdf
 American Psychiatric Association, 1994. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders - DSM-IV, 4th Edition. American Psychiatric Association, Washington, DC.
 American School Health Association (2003). Quality Sexuality Education for students with disabilities or other special needs. Ανακτήθηκε στις 27/6/2013 από την ιστοσελίδα http://www.ashaweb.org/files/public/Resolution?Quality_Sexuality_Education_Disabilities.pdf
 Aunos, M. (2002). Attitudes towards sexuality, sterilization and parenting rights of persons with intellectual disabilities. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 15: 285-296.
 Berman H., Harris D., Enright R., Gilpin M., Cathers T., Bukovy G. (1999). Sexuality and the adolescent with a physical disability: understandings and misunderstandings, Issues in Comprehensive Paediatric Nursing, 22:183-96
 Davies, J. (2010). Sexuality Education for Children with Visual Impairments: A Parents Guide. Ανασύρθηκε στις 25/6/2013 από http:// www.tsbvi.edu/component/content/article/129-materials/3253- sexuality-education-
 Elgar, S. (1985). Sex education and sexual awareness building for autistic children and youth: Some viewpoints and considerations. Journal of Autism and Developmental Disorders, 5(2): 213-227.
 Greydanus DE, Rimsza ME, Newhouse PA. Adolescent sexuality and Disability. Adolesc Med 2002, 13:223-47  Haracopos, D. & Pedersen, L. (1992). Sexuality and autism. A nationwide survey in Denmark. Danish Report.
 Holmes, D., Isler, V., Bott, C., Markowitz, C. (2005). Sexuality and individuals with autism and developmental disabilities-part 1. Autism Spectrum Quarterly, 30-33.
 Isler, A., Beytut, D., Tas, F., & Conk, Z. (2009b). A study on sexuality with the parents of adolescents with intellectual disability. Sexual Disability, 27, 229-237 10
 Kef, S. & Bos, K. (2006). Is Love Blind? Sexual Behavior and Psychological Adjustment of Adolescents with Blindness. Ανασύρθηκε στις 28/6/2013 από http://link.springer.com/article/10.1007/s11195-006-9007-7#page-1
 Kempton, W., Kahn, E. (1991). Sexuality and people with intellectual disabilities: A historical perspective. Special issue: Sexuality and developmental disability. Sexuality and Disability, 9(2), 93- 111.
 Koller, R. (2000). Sexuality and adolescents with autism. Sexuality and Disability, 18 (2), 125- 125.
 Konstantareas, Μ., Lunsky, Y. (1997). Sociosexual knowledge, experience, attitudes, and interests of individuals with autistic disorder and developmental delay. Journal of Autism and Developmental Disorders, 27(4), 397-413.
 Mercier, M., Delville, J. (1994). Βίωμα του σώματος, της σεξουαλικότητας και του συναισθήματος στα νοητικά καθυστερημένα άτομα. Στο: Καϊλα, Μ, Πολεμικός, Ν., & Φιλίππου, Γ. (eds) Άτομα με ειδικές ανάγκες. Α΄, Β΄ τόμοι. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
 Mesibov, G.B. (1982). Sex education for people with autism. Matching programs to levels of functioning. Paper presented at the meeting of the National Society for Children and Adults with Autism, Omaha, NE.
 Murphy, N. A. & Elias, E. R. (2006). Sexuality of children and adolescents with developmental disabilities. Pediatrics, 118 (1), 398-403.
 Neufeld JA., Klingbeil F., Bryen, DN., Silverman, B., Thomas, A. (2002). Adolescent sexuality and disability. Phys Med Rehabil Clin N Am, 13: 857-73.
 Shuttleworth, R. (2003). The case for a focus on sexual access in a critical approach to disability and sexuality research. Ανασύρθηκε στις 13/6/2013 από: http://www.lancs.ac.uk/fass/events/disabilityconference_archive/2003/papers/shuttleworth1_2003.pdf.
 Shuttleworth, R. (2007b). Disability and Sexuality. In: Teunis, N., Herdt, G. (ed.). Sexual Inequalities and Social Justice (p. 174-208). California: University of California Press Ltd.
 Torisky, D. (1985). Sex education and sexual awareness building for autistic children and youth: Some viewpoints and considerations. Journal of Autism and Developmental Disorder, 213-227.
 Trieschmann, R.B. (1988). Spinal cord injuries: Psychological, social and vocational rehabilitation (2nd ed.). New York: Demos
 Wilkerson, A. (2002). Disability, Sex Radicalism, and Political Agency. NWSA Journal, 14(3), 33-57.
 World Health Organization (1992). The 10 Classification of Mental and Behavioural Disorders. World Health Organization, Geneva.

SHPRINTZEN-GOLDBERG SYNDROME

Μελέτη Περίπτωσης Νηπίου με Σύνδρομο Shprintzen-Goldberg

Ζαχαρένια Καραθανάση1 Χρυσούλα Αποστολάρα
και Γεωργία Βελώνη3


1Νηπ/γός Ε.Α.Ε, - Υπ. Διδ. Παν/μίου Αιγαίου, 2Νηπ/γός Ε.Α.Ε. - Μεταπτ. Φοιτ. Παν/μίου Λευκωσίας, 3Νηπ/γός - Βιβλιοθηκoνόμος και Επιστήμων της Πληροφόρησης


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η μελέτη που ακολουθεί παρουσιάζει περίπτωση μαθήτριας που φοιτά σε δημόσιο Ειδικό Νηπιαγωγείο τη σχολική χρονιά 2012-13 και πάσχει από σύνδρομο Shprintzen-Goldberg. Αρχικά γίνεται μια γενική περιγραφή του συνδρόμου και ακολούθως παρουσιάζεται η συγκεκριμένη περίπτωση της μαθήτριας καθώς και τρόποι παρέμβασης εντός της σχολικής τάξης από τις Νηπιαγωγούς.

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Ειδική Αγωγή, Σύνδρομο Shprintzen-Goldberg, Παιδαγωγικές Παρεμβάσεις, Νηπιαγωγείο, Προσχολική Ηλικία.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
Το σύνδρομο Shprintzen-Goldberg (SGS) προκαλείται από γενετική μετάλλαξη που επηρεάζει τη δομή και τη λειτουργία του γονιδίου που συμβάλλει στο σχηματισμό του συνδετικού ιστού (Vance, 2002).
Πρόκειται για διαταραχή που περιλαμβάνει κρανιοσυνοστεώσεις, σκελετικές, νευρολογικές, καρδιαγγειακές ανωμαλίες και του συνδετικού ιστού, υποτονία, αναπτυξιακή καθυστέρηση και βουβωνική ή ομφαλοκήλη (Robinson et al, 2005). Υπάρχει σημαντική φαινοτυπική επικάλυψη με τα σύνδρομα Marfan (ΟΜΙΜ 154700) και Loeys-Dietz (LDS) (ΟΜΙΜ 609192) περιλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν των κρανιοπροσωπικών, σκελετικών, δερματικών, και καρδιαγγειακών εκδηλώσεων, μαζί με τα πρόσθετα ευρήματα της νοητικής καθυστέρησης και την υποτονία των σκελετικών μυών (Doyle et al., 2012).
Ο πρώτος ασθενής (ένα 17χρονο αγόρι) με χαρακτηριστικά του συνδρόμου (πλαγιοκεφαλία, σοβαρές κρανιοπροσωπικές και σκελετικές ανωμαλίες και ανωμαλίες των άκρων, βουβωνική κήλη, υποτονία, και νοητική υστέρηση) αναφέρθηκε το 1981 από τους Sugarman & Vogel. Την επόμενη χρονιά (1982) οι Shprintzen & Goldberg ανέφεραν δύο περιστατικά σε δύο μη συγγενείς άρρενες (Greally et al., 1998). Περιέγραψαν ένα «νέο» σύνδρομο Κρανιοσυνοστεώσεως που σχετίζεται με σοβαρό εξόφθαλμο, υποπλασία άνω και κάτω γνάθου, μαλακό ιστό, υπερτροφία της υπερώας, χαμηλά αυτιά με μαλακούς και εύκαμπτους κόλπους, κήλες και αραχνοδακτυλία. Στις λειτουργικές διαταραχές ανέφεραν βρεφική υποτονία, αναπτυξιακή καθυστέρηση, νοητική υστέρηση, και αποφρακτική άπνοια. Οι Ades et al. (1995) οριοθέτησαν τις ξεχωριστές σκελετικές ανωμαλίες του συνδρόμου Shprintzen-Goldberg (SGS) με τη μελέτη τεσσάρων νέων περιπτώσεων και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανών μια γενικευμένη δυσπλασία του συνδετικού ιστού. Οι Saal et al. (1995) ανέφεραν μια άλλη ασθενή με φαινότυπο κρανιοσυνοστέωσης και Marfan. Οι Hassed et al. (1997) περιέγραψαν ασθενή με το παραπάνω σύνδρομο που εκτός από τις συνήθεις δυσπλασίες είχε επίσης κρανιακή ασυμμετρία, υποτονία, οστεοπενία, και υδροκεφαλία. Οι Greally et al. (1998) παρουσίασαν τέσσερεις νέους ασθενείς με σύνδρομο SGS και αξιολόγησαν έναν από αυτούς με την αρχική έκθεση των Shprintzen και Goldberg (1982). Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ακτινολογικές διερευνήσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τη διαφοροποίηση του συνδρόμου. Ο Stoll (2002) παρακολούθησε την εξέλιξη ασθενούς με SGS για εικοσιτέσσερα χρόνια. Τα αποτελέσματα ήταν δυσμορφία κατά τη βρεφική ηλικία η οποία έγινε πιο έντονη με την πάροδο του.  Οι Robinson et al. (2005)  σύγκριναν τα κλινικά τους ευρήματα με εκείνα από τα 23 άτομα που έχουν αναφερθεί στο παρελθόν. Υποστήριξαν ότι υπάρχει μια χαρακτηριστική εμφάνιση του προσώπου, σε περισσότερα από τα δύο τρίτα όλων των ατόμων που έχουν υπερτελορισμό, μικρογναθία, τοξωτό ουρανίσκο, κλίση μεσοβλεφάριας σχισμής κ.ά. Οι διαταραχές SGS, LDS, Marfan και κρανιοσυνοστέωσης είναι σχετικές και επικαλύπτονται έτσι οι Megarbane και Hokayem (1998) πρότειναν το διαχωρισμό των κρανιοσυνοστεώσεων από το σύνδρομο Marfan σε δύο τύπους: τύπου-1 με νοητική υστέρηση (SGS) και τύπου-2 με φυσιολογική νοημοσύνη και ανωμαλίες της αορτικής ρίζας (Furlong σύνδρομο- LDS) (O'Neill, 2012a-OMIM 182212).
Στην Ελλάδα έχουν αναφερθεί ελάχιστα τέτοια περιστατικά και η βιβλιογραφία είναι περιορισμένη. Οι Τοπουζέλης κ.ά. το 2003 μελέτησαν περίπτωση SGS Τύπου-2 στη Θεσσαλονίκη (Topouzelis, 2003). Το 2010 παρουσιάστηκε περιστατικό στο ΙΚΑ Σερρών (Kόλλια-Τσαρούχα, 2010). Σήμερα ίσως να μελετάμε την τρίτη περίπτωση σε όλη την Ελλάδα (η οποία παρουσιάστηκε στην πόλη της Χαλκίδας).  Ο Διεθνής Κατάλογος Σπανίων Νοσημάτων (Orphanet Index) αναφέρει ότι το σύνδρομο SGS είναι μια εξαιρετικά σπάνια διαταραχή, για την οποία έχουν αναφερθεί έως το 2006 λιγότερες από 50 περιπτώσεις σε όλον τον κόσμο (ORPHA2462, 2006).

Κλινικά χαρακτηριστικά
Κρανιοσυνοστέωση ή Κρανιοσυνόστωση: κλείσιμο των ραφών της κεφαλής του βρέφους. Χαρακτηριστικό των συνδρόμων που οφείλονται σε κρανιοσυνόστωση είναι το γεγονός ότι εκτός από τις ραφές του κρανιακού θόλου προσβάλλονται και οι ραφές των οστών του προσώπου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση προβλημάτων που αφορούν στο πρόσωπο (Οδηγός διαταραχών, c2012).
Κρανιοπροσωπικά: δυσμορφία προσώπου, μικροκεφαλία, σκαφοκεφαλία, μικρογναθία, υψηλά εξέχον πρόσωπο, πρόπτωση των οφθαλμών, εξόφθαλμο, ανώμαλη σύγκλειση δοντιών.
Σκελετικά: παραμόρφωση άκρων, προεξοχή στέρνου, βυθισμένο στέρνο, αραχνοδακτυλία (μακριά και λεπτά δάχτυλα), σκολίωση, τετραγωνισμένο σχήμα σπονδύλων, σπονδυλική ανωμαλία (C1-C2).
Καρδιαγγειακά: πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας, ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας.
Άλλα χαρακτηριστικά: δυσπλασία εγκεφάλου, υδροκεφαλία, κοιλιακές κήλες, μυωπία, στραβισμός, διαταραχές στα αυτιά, οστεοπενία (Greally et al., 1998; 2010), κλίση μεσοβλεφάριας σχισμής, ομφαλοκήλη, βουβωνοκήλη, λεπτό διαφανές και υπερ-ελαστικό δέρμα, ελάχιστο υποδόριο λίπος, υποτονία, αναπτυξιακή καθυστέρηση, νοητική υστέρηση, υπερκινητικότητα, υπερτελορισμός, απώλεια του υποδόριου ιστού, αποφρακτική άπνοια, κ.ά. (Carmignac, et al., 2012)
Σπάνια: στρεβλότητα αρτηρίας και καρωτίδας, διαστολή της πνευμονικής αρτηρίας, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, 13 ζεύγη πλευρών, βλαισό γόνατο, κρυψορχία (O'Neill, 2012b-OMIM 182212).

Μοριακή γενετική και διάγνωση
Τα στοιχεία των ερευνών αποδεικνύουν ότι το σύνδρομο Shprintzen-Goldberg κρανιοσυνοστεώσης (SGS) μπορεί να προκληθεί από ετερόζυγη μετάλλαξη στο γονίδιο SKI (ΟΜΙΜ 164780).  Η γενετική διαταραχή συνδέεται με τη διαγραφή μικρού κομματιού του χρωμοσώματος 22 (Fokstuen, 2001).
Το σύνδρομο περιλαμβάνεται σε μια ευρύτερη κατηγορία που ονομάζεται Υπερώιο-Κάρδιο-Προσωπικό (Φρυσίρα, c2008) ή μικροελλείμματος 22q11 (Velo - Cardio - Facial Syndrome - VCFS) και η διάγνωσή του είναι δυνατή μόνο μέσω του DNA με τη μικροέλλειψη του χρωμοσώματος (Shprintzen, 2008). 
Προσβάλλει πρόσωπο, υπερώα, καρδιά με συχνότητα 1 στις 2.000-4.000 και με χαρακτηριστική ανωμαλία μετανάστευσης κυττάρων νευρικής ακρολοφίας (Φρυσίρα, c2008).
Σήμερα είναι δυνατή η Μοριακή Διάγνωση του συνδρόμου σε Ιατρικά Κέντρα του Εξωτερικού (ORPHA63882, c2013). 

Θεραπεία  – Αντιμετώπιση
Μια πιθανή οδός για τη θεραπεία τέτοιων διαταραχών μπορεί να είναι η μείωση ή η εξάλειψη του μεταλλαγμένου γονιδίου fibrillin-1 (FBN1) (Hayward, 1997; Topouzelis, 2003).
Οι περισσότερες περιπτώσεις χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης καρδιαγγειακών, αγγειακών και ωτορινοφαρυγγικών ανωμαλιών, ένρινης ομιλίας, αδενοειδεκτομή, σίτισης, αποκατάσταση κηλών, μεταταρσίου κ.ά. (Greally, et al., 1998). Φυσιοθεραπεία για αύξηση της κινητικότητας. Παρακολούθηση ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης (Σ.Μ.Ε.Α.Ε. ή Τ.Ε. γενικού σχολείου).

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Ι.
Εισαγωγή
Η Ι. Μ. γεννήθηκε το 2007 και έκανε εγγραφή στο Νηπιαγωγείο μας κατά την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς (2012-13) κατόπιν παραπομπής από το τοπικό ΚΕΔΔΥ.  Είναι η πρώτη φορά που φοιτά σε οργανωμένο σχολικό πλαίσιο. Στην οικογένεια υπάρχουν άλλα δύο αδέλφια μικρότερης ηλικίας (αγόρι τριών ετών και κορίτσι ενάμισι έτους). Οι πρώτες πληροφορίες για τη μαθήτρια συγκεντρώθηκαν από μελέτη του προσωπικού της φακέλου, συζήτηση με τη μητέρα και παρατήρηση της ίδιας. Κατά την πρώτη ενημερωτική συνάντηση μητέρας – εκπαιδευτικών, οι εκπαιδευτικοί ενημερώθηκαν για τη 10ωρη χειρουργική επέμβαση-διόρθωση κρανιοσυνόστωσης-σκαφοκεφαλής στην οποία υπεβλήθη η Ι. σε ηλικία 1,5 έτους. Κατά τη διάρκεια λήψης του κοινωνικού ιστορικού και σε αίτημα των εκπαιδευτικών για περιγραφή του χαρακτήρα της μαθήτριας από τη μητέρα, η απάντηση που ελήφθη ήταν: «Η Ι. είναι αρκετά συνεργάσιμη και ήσυχη. Ζωηρεύει πολύ όταν βγαίνει εκτός σπιτιού. Είναι υπερβολική στη συμπεριφορά της με τα άλλα παιδιά (αγκαλιές, φιλιά). Είναι ευαίσθητη και καλόκαρδη. Πολύ χαρούμενο παιδί, αλλά όταν θέλει κάτι προτιμά να κλάψει παρά να μιλήσει και να το ζητήσει».

Αξιολόγηση από το ΚΕΔΔΥ
Ο προσδιορισμός των Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών της μαθήτριας, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ΚΕΔΔΥ, είναι «Ψυχοκινητική καθυστέρηση (πιθανόν Σύνδρομο Crouzon ή Noonan)». Τα αποτελέσματα της γενετικής εξέτασης στην οποία υπεβλήθη η Ι. αποδεικνύουν ότι τελικά πάσχει από σύνδρομο Shprintzen-Goldberg.
Ειδικότερα, «η Ι. έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ανωμαλία του κρανιοπροσωπικού σκελετού, αλλοιώσεις στις αρθρώσεις άνω και κάτω άκρων, κωνική υπερώα και πρόπτωση βολβών.
Η ψυχοκινητική ανάπτυξη και οι νοητικές της λειτουργίες υπολείπονται σημαντικά της χρονολογικής της ηλικίας. Παράλληλα, ο λόγος της δεν έχει αναπτυχθεί στον απαιτούμενο επικοινωνιακό βαθμό, η ρύθμιση της βλεμματικής της επαφής είναι σχετικά χαμηλή και η κινητικότητά της ιδιαίτερα αυξημένη. Το γνωστικό της δυναμικό δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί από τη διεπιστημονική επιτροπή του ΚΕΔΔΥ (ειδική παιδαγωγός, ψυχολόγος, κοινωνική λειτουργός), λόγω αδυναμίας συνεργασίας της σε δραστηριότητες και δοκιμασίες.
Από την κλινική της παρατήρηση, το κοινωνικό της ιστορικό και το ενημερωτικό σημείωμα του θεραπευτικού της πλαισίου προκύπτουν τα ακόλουθα:
Στον προφορικό λόγο, μέσω συνεδριών λογοθεραπείας, εκπαιδεύεται στην παραγωγή προτάσεων με δύο λέξεις (π.χ. θέλω νερό) και στην ανάπτυξη της πρώιμης αντιληπτικής ικανότητας. Επιπλέον, ενισχύεται η ενδυνάμωση των αρθρωτών, η μείωση της σιελόρροιας και η εκμάθηση της σωστής λειτουργίας μάσησης και κατάποσης. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης από τη διεπιστημονική επιτροπή του ΚΕΔΔΥ, η Ι. έδειξε ικανότητα φώνησης μέσα από την εκφορά μεμονωμένων δισύλλαβων λέξεων (π.χ. μπαμπά, μαμά, γάτα). Στον τομέα της κατανόησης, κατανοεί και εκτελεί απλές και σαφείς εντολές που δέχεται. Εστιάζει, παρατηρεί, επεξεργάζεται και χειρίζεται για κάποιο χρονικό διάστημα πρόσωπα και αντικείμενα. Η κοινωνική της αλληλεπίδραση φαίνεται σχετικά ικανοποιητική και αφορά άτομα του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντός της και κυρίως ενήλικες.
Στο γνωστικό τομέα αναφέρεται από το περιβάλλον της ότι η Ι. εκπαιδεύεται σε βασικές γνωστικές και αντιληπτικές δεξιότητες. Ωστόσο, η προσοχή και η μνήμη της χαρακτηρίζονται υπολειπόμενες, με αποτέλεσμα να μην έχει ακόμη αυτοματοποιήσει βασικές γνωστικές έννοιες.
Στον ψυχοκινητικό τομέα και κυρίως στην αδρή κινητικότητα, αν και η μετακίνησή της είναι ανεξάρτητη, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί ικανοποιητικά όλα τα κινητικά ορόσημα που αντιστοιχούν στην ηλικία της. Δυσκολεύεται ιδιαίτερα σε δραστηριότητες που απαιτούν αμφίπλευρο συντονισμό των κινήσεων, κινητική ακρίβεια και εναλλαγές στην κίνηση. Στις λεπτές και επιδέξιες κινήσεις φαίνεται να έχει εδραιώσει πλευρίωση με επικρατέστερο το αριστερό χέρι, αν και κάποιες φορές χρησιμοποιεί και το δεξί. Η σύλληψη του μαρκαδόρου είναι τριποδική, σχετικά ικανοποιητική. Το ελεύθερο ιχνογράφημά της περιορίζεται στο σχεδιασμό αυθόρμητου κυκλικού σχήματος, οριζόντιας και κάθετης γραμμής.
Όσον αφορά τη λειτουργικότητά της στις δεξιότητες καθημερινής διαβίωσης, η Ι. δεν έχει πλήρη αυτονομία στους βασικούς τομείς αυτοεξυπηρέτησης (σίτιση, ένδυση, καθημερινή αγωγή) ενώ έχει εκπαιδευτεί στην αγωγή τουαλέτας.
Συμπερασματικά, η Ι. είναι ένα ευχάριστο παιδί που δεν ξέρει να διαφοροποιεί και να εκφράζει τα συναισθήματά του σε ικανοποιητικό βαθμό, οριοθετείται σχετικά δύσκολα και έχει υιοθετήσει χειριστικά πρότυπα συμπεριφοράς. Το οικογενειακό της περιβάλλον είναι πολύ υποστηρικτικό και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να της παρέχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την καλύτερη μελλοντική της εξέλιξη».

Αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Αρχικά οι δυνατότητες και αδυναμίες της μαθήτριας αξιολογήθηκαν με βάση τους άξονες του εγχειριδίου «Δραστηριότητες Μαθησιακής Ετοιμότητας» (Μελλάς, 2000).
Κοινωνική συναισθηματική ανάπτυξη
Η αρχική εικόνα της Ι. είναι αυτή ενός χαρούμενου και ευδιάθετου παιδιού, που απολαμβάνει να βρίσκεται κοντά σε άλλα πρόσωπα. Είναι αρκετά κοινωνική και επιδιώκει την αλληλεπίδραση,  κυρίως με ενήλικες αλλά και με άλλα παιδιά. Ο τρόπος που προσεγγίζει τους άλλους αρκετές φορές είναι ακατάλληλος (σπρωξίματα και χτυπήματα).
Ως βασικό κριτήριο εκτίμησης της κοινωνικο-συναισθηματικής ανάπτυξής της χρησιμοποιήθηκε η ποιότητα αλληλεπίδρασής της με άλλα παιδιά αλλά και ο βαθμός εμπλοκής της στα πλαίσια παιχνιδιού (Vasta, Haith & Miller, 1999; Russ, 2004). Σε καταστάσεις παιχνιδιού η Ι. είναι δυνατό να εκδηλώσει τις ακόλουθες συμπεριφορές:
-παίρνει το ρόλο της παρατηρήτριας
-εάν στο διαδραματιζόμενο παιχνίδι συμμετέχει ενήλικο άτομο μαζί με άλλο παιδί η Ι. προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, συνήθως διακόπτοντας τη διαδικασία του παιχνιδιού και απαιτώντας ενασχόληση αποκλειστικά με την ίδια
-συνήθως επιδιώκει αλληλεπίδραση με άλλα παιδιά
Κατά τη διάρκεια του κολατσιού ή του ντυσίματος – ξεντυσίματος των παιδιών, η Ι. δείχνει πρόθυμη να βοηθήσει τα υπόλοιπα παιδιά.
Στο διάλειμμα αναλαμβάνει πρωτοβουλία και παίρνοντας από το χέρι τα άλλα παιδιά τα οδηγεί στη διενέργεια ομαδικού παιχνιδιού (συνήθως σε δημιουργία κύκλου).
Η Ι. δέχεται με σχετική ευκολία τη ρουτίνα του σχολικού προγράμματος. Ενδιαφέρεται για το παιδαγωγικό υλικό και συνεργάζεται σε δραστηριότητες. Εμπλέκεται αυθόρμητα σε δραστηριότητες παιχνιδιού.
Η αντίδρασή της σε τιμωρία ή στέρηση κάποιου προνομίου είναι συνήθως βίαιη (φωνάζει, κλαίει έντονα ή προσπαθεί να χτυπήσει).

Νοητική ανάπτυξη – ανάπτυξη λόγου
Η Ι. συγκεντρώνει την προσοχή της σχετικά εύκολα στο αντικείμενο ή τη δραστηριότητα ενασχόλησης που της αναθέτουν οι εκπαιδευτικοί, αλλά αποσπάται εξίσου εύκολα (διάρκεια συγκέντρωσης προσοχής πέντε-επτά λεπτά). Το γεγονός αυτό επιδεινώνεται και από το περιβάλλον του νηπιαγωγείου. Συγκεκριμένα, η Ι. είναι το πιο λειτουργικό ανάμεσα σε άλλα έξι παιδιά (δύο με αυτισμό, τρία με σύνδρομα και ένα με μέτρια νοητική υστέρηση) και καλείται να λειτουργήσει μέσα σε μία αίθουσα χωρίς χωρίσματα και χωρίς εφεδρικό χώρο στον οποίο θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι εξατομικευμένες δραστηριότητες.
Το αυθόρμητο παιχνίδι της Ι. χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εκτίμησης των γνωστικών της ικανοτήτων (Vasta, Haith & Miller, 1999; Russ, 2004). Το παιχνίδι της είναι αρκετά αναπτυγμένο. Χειρίζεται αυθόρμητα αντικείμενα και εμπλέκεται σε λειτουργικό παιχνίδι με τη χρήση αντικειμένων και του σώματός της. Επίσης εμπλέκεται σε κατασκευαστικό παιχνίδι. Επιπλέον είναι σε θέση να ξεκινήσει και να συνεχίσει μόνη της συμβολικό παιχνίδι. Η ενασχόλησή της με ένα συγκεκριμένο παιχνίδι ή δραστηριότητα διαρκεί γύρω στα πέντε-επτά λεπτά. Η συγκέντρωσή της είναι εμφανώς μεγαλύτερη όταν πρόκειται για την παρακολούθηση dvd με παιδικά τραγούδια ή κινούμενα σχέδια
Η αλληλεπίδρασή της με τα υπόλοιπα παιδιά και τις εκπαιδευτικούς, σε κοινωνικό επίπεδο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ καλή. Η μαθήτρια αναζητά συνεχώς αγκαλιά και σωματική επαφή. Δείχνει πολύ ικανοποιημένη στην επιβράβευση, ενώ συχνά αντιδρά με άσχημο τρόπο (φωνές, κλάματα) στην τιμωρία.
Στο γνωστικό τομέα η Ι. ομαδοποιεί, σειροθετεί και αντιστοιχίζει αντικείμενα ανά χρώμα-μέγεθος.
Ο προφορικός της λόγος παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Αποτελείται από μεμονωμένες λέξεις και κάποιες φορές σχηματίζει απλές προτάσεις με δύο λέξεις. Το λεξιλόγιό της αποτελείται από ήδη κατακτημένες εννοιολογικά λέξεις και από νέες λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνει ακούγοντάς τες. Συνήθως χρησιμοποιεί το μονολεκτικό λόγο. Κατανοεί απλές εντολές, απαντά σε ερωτήσεις σχετικές με θέματα που την ενδιαφέρουν. Η άρθρωσή της δεν είναι καλή και το γεγονός αυτό συχνά καθιστά το λόγο της ιδιαίτερα δυσνόητο. Η επικοινωνία μεταξύ αυτής και των υπόλοιπων παιδιών καθώς και των δύο εκπαιδευτικών της τάξης είναι αρκετά ικανοποιητική (λόγω της ταυτόχρονης με το λόγο χρήσης και εκφράσεων-κινήσεων του σώματος). Φαίνεται πως κατανοεί πολύ περισσότερα από αυτά που μπορεί να εκφράσει και συχνά δίνει την εντύπωση ότι πιέζεται με την αδυναμία των υπολοίπων να την κατανοήσουν. Πολλές φορές αντί να χρησιμοποιεί λέξεις προτιμά να δείχνει ή να χειρονομεί προκειμένου να κάνει κατανοητό αυτό που θέλει να πει. Δείχνει σωστά όλα τα μέρη του σώματος και κατονομάζει τα περισσότερα από αυτά (σε αυτά που δε γνωρίζει την ονομασία τους επαναλαμβάνει τις εκπαιδευτικούς). Αναγνωρίζει και κατονομάζει (πάντα με δυσνόητο τρόπο) ένα μεγάλο αριθμό αντικειμένων και καταστάσεων που σχετίζονται με την καθημερινότητά της (αντικείμενα σχολείου, κουζίνας, μπάνιου, υπνοδωματίου).

Ψυχοκινητική ανάπτυξη
Η Ι. έχει πολύ καλή σωματογνωσία. Δείχνει τα μέλη του σώματός της τόσο στον εαυτό της όσο και σε κούκλα. Η κίνησή της στους χώρους του σχολείου γίνεται με άνεση. Είναι αρκετά ευκίνητη αλλά κάποιες φορές παρουσιάζει μικρή αστάθεια στο περπάτημά της. Παρουσιάζει αρκετή δυσκολία σε δραστηριότητες που απαιτούν αμφίπλευρο συντονισμό κινήσεων και ακρίβεια στην κίνηση. Ανεβοκατεβαίνει με σχετική ευκολία σκάλες και χοροπηδά. Εμπλέκεται με ευχαρίστηση σε δραστηριότητες που απαιτούν ή περιλαμβάνουν σωματική κίνηση. Όσον αφορά τη λεπτή κινητικότητα, η Ι. εκτελεί κινήσεις που έχουν νόημα γι’ αυτήν (ανοίγει συσκευασίες την ώρα του φαγητού). Η πλευρίωσή της φαίνεται να έχει εδραιωθεί στην αριστερή πλευρά. Συλλαμβάνει μαρκαδόρο ικανοποιητικά με τριποδική λαβή και κόβει με ψαλίδι, περνάει με ευκολία χάντρες σε κορδόνι, μανταλάκια και ενσφηνώματα. Κουμπώνει και ξεκουμπώνει μόνη της κουμπιά και φερμουάρ με σχετική άνεση. Το ελεύθερο ιχνογράφημά της αποτελείται από απλές γραμμές και κυκλικά σχήματα. Σε επίπεδο δοκιμασιών μίμησης, η Ι. μιμείται με επιτυχία συμπεριφορές ενηλίκων (κυρίως κινήσεις).

Αυτοεξυπηρέτηση
Η Ι. είναι αυτόνομη στη χρήση τουαλέτας, στην ένδυση και στη σίτιση (αρκετές φορές χρειάζεται παραίνεση για να τακτοποιήσει τα πράγματά της τελειώνοντας το φαγητό της). Πλένει τα χέρια της με ελάχιστη βοήθεια.

Παιδαγωγική παρέμβαση και αποτελέσματα
Βασιζόμενες στην αρχική αξιολόγηση, οι εκπαιδευτικοί προσδιόρισαν τους στόχους παρέμβασης, λαμβάνοντας υπόψη τον Οδηγό Νηπιαγωγού (Δαφέρμου, κ.α., 2006), το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών Νηπιαγωγείου (ΥΠ.Ε.Π.Θ., 2003), τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για Μαθητές με Ελαφρά και Μέτρια Νοητική Καθυστέρηση (Λαμπροπούλου, 2004α), και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για Μαθητές με Αυτισμό (Λαμπροπούλου, 2004β). Από την αρχή της σχολικής χρονιάς ετέθη σαν πρώτος και βασικός στόχος η οριοθέτηση της συμπεριφοράς της μαθήτριας στα πλαίσια ενός σταθερού ημερήσιου προγράμματος. Το πρώτο και βασικότερο ζήτημα που έπρεπε να ρυθμιστεί ήταν η μετάβαση και παραμονή της στα προβλεπόμενα σημεία κατά τις προβλεπόμενες στιγμές. Συγκεκριμένα επιδιώχθηκε:
·         να κάθεται σε συγκεκριμένο τραπέζι την ώρα του πρωινού (ο χώρος αυτός καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις νηπιαγωγούς και «διδάχθηκε» σε όλα τα παιδιά από το ξεκίνημα του σχολικού έτους)
·         αντίστοιχα να κάθεται σε συγκεκριμένο τραπέζι την ώρα εργασίας
·         να μη στέκεται ή κάθεται μπροστά ή κοντά στο γραφείο των εκπαιδευτικών παρά μόνο όταν θέλει να ζητήσει κάτι
·         να μη στέκεται ή κάθεται δίπλα σε εκπαιδευτικό όταν εκείνη δουλεύει ή ασχολείται με κάποιο άλλο παιδί
·         να μη στέκεται μπροστά στην πόρτα όταν ένα άλλο παιδί έρχεται ή φεύγει
·         να μη μετακινεί τις καρέκλες προκειμένου να καθίσει σε σημεία που δεν προβλέπεται
·         να μη βγάζει και παίρνει μόνη της αντικείμενα ή παιδαγωγικό υλικό αν δε ζητήσει την άδεια ή αν αυτά δεν της δοθούν από τις εκπαιδευτικούς
Για το σκοπό αυτό, σε καθημερινή βάση, μία από τις δύο εκπαιδευτικούς αναλάμβανε τη λεκτική καθοδήγηση της Ι. σχετικά με τις δραστηριότητες που θα έπρεπε να γίνουν, από την ώρα άφιξης μέχρι την ώρα αποχώρησής από το σχολείο. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της Ι. περιελάμβανε παιχνίδι στη γωνιά παιχνιδιού – οικοδομικού υλικού, δουλειά στο τραπέζι, παιχνίδι στον υπολογιστή, φαγητό στο τραπέζι, παιχνίδι στον εξωτερικό χώρο του σχολείου, χαλάρωση στο στρώμα και συνεδρίες με τη λογοθεραπεύτρια του σχολείου. Το παιδί δέχτηκε το πρόγραμμα με ενθουσιασμό και δε δυσκολεύτηκε καθόλου στην κατανόηση των λεκτικών οδηγιών που της δόθηκαν. Αρχικές δυσκολίες που εμφανίστηκαν (κυρίως ως προς την απόκτηση της συγκεκριμένης καθημερινής ρουτίνας) ξεπεράστηκαν σχετικά γρήγορα και η Ι. άρχισε να λειτουργεί αυτόνομα μέσα στην τάξη, δείχνοντας στις εκπαιδευτικούς ότι αντιλαμβάνεται και αποδέχεται ότι κάποια πράγματα θα διαδέχονται το ένα το άλλο, ανεξάρτητα από το πόσο επιθυμητά είναι για την ίδια.
Δεδομένου του γεγονότος ότι το παιχνίδι αποτελεί μία σημαντική ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάγκη του κάθε παιδιού, καθώς και ένα εξαιρετικό εργαλείο για την εκπαίδευσή του (Λαμπροπούλου, 2004β), αποφασίστηκε η πλήρης ένταξή του στο ατομικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Ι. Oι στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν (Stahmer et al., 2003; Boutot et al. 2005; Λαμπροπούλου, 2004β):
·         χρήση νέων υλικών πέραν των συνηθισμένων υλικών του νηπιαγωγείου (αλεύρι, σαπουνάδα, νερό, ζελέ, άμμος)
·         μίμηση προτύπου όπου οι εκπαιδευτικοί λειτουργούσαν ως πρότυπα
·         συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην διαδικασία παιχνιδιού
·         σαφής λεκτική καθοδήγηση και συστηματική επιβράβευση  
Όσον αφορά το παιχνίδι σε σχέση με τη νοητική ανάπτυξη δεν ετέθησαν στόχοι, λόγω του γεγονότος ότι η μαθήτρια ήδη εμπλεκόταν με επιτυχία σε όλες τις μορφές παιχνιδιού.
Όσον αφορά το παιχνίδι σε σχέση με την κοινωνική ανάπτυξη ετέθησαν οι ακόλουθοι στόχοι:
·         οριοθέτηση συμπεριφοράς στο παράλληλο παιχνίδι και βελτίωση της ποιότητάς του,
·         οριοθέτηση συμπεριφοράς στο παιχνίδι αλληλεπίδρασης και βελτίωση της ποιότητάς του.
Σταδιακά παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες αλλαγές στη συμπεριφορά της Ι. την ώρα του παιχνιδιού:
·         Η Ι. ξεκινά το πρόγραμμα της καθημερινής της σχολικής ρουτίνας όπως αυτό έχει καθοριστεί από τις εκπαιδευτικούς της τάξης. Κάθεται στη γωνιά παιχνιδιού - οικοδομικού υλικού και δέχεται με ευχαρίστηση την ώρα του παιχνιδιού. Μέσα από την επαφή με τα διάφορα υλικά εκδήλωσε σαφή προτίμηση σε συγκεκριμένες δραστηριότητες (νερό, αλεύρι, ζυμάρι, σαπουνάδα) τις οποίες άρχισε όχι μόνο να ξεκινά αυθόρμητα αλλά και να εμπλέκεται σε αυτές έως και 15 λεπτά.
·         Σε επίπεδο κατασκευαστικού παιχνιδιού, με τη συνεχή βοήθεια, ενίσχυση και ενθάρρυνση των εκπαιδευτικών συμμετέχει σε κατασκευή πύργου από τουβλάκια διαφόρων μεγεθών. Σύντομα, η κατασκευή πύργου γίνεται βασικό κομμάτι της σχολικής ρουτίνας.
Μετά από προγραμματισμένη εμπλοκή της Ι. σε δραστηριότητες ζωγραφικής (με δακτυλομπογιές, νερομπογιές, μαρκαδόρους) και κολάζ (χρωματιστά κομμάτια διαφόρων χαρτιών ή εικόνες αντικειμένων) αρχίζει να ζητά τα σχετικά υλικά κατά τη διάρκεια της ώρας του παιχνιδιού, προκειμένου να φτιάξει κάποιο έργο και να το τοποθετήσει στο συρτάρι της. 
·         Όσον αφορά το συμβολικό παιχνίδι η μαθήτρια καθοδηγήθηκε σε ενασχόληση με κουζινικά. Η επιλογή του συγκεκριμένου παιχνιδιού στηρίχθηκε στα ενδιαφέροντά της. Η Ι. φάνηκε να απολαμβάνει ιδιαίτερα παιχνίδι προσποίησης με κουζινικά (μαγείρεμα, σερβίρισμα και κατανάλωση ψεύτικου φαγητού). Πλέον, φτάνοντας στη μέση της σχολικής χρονιάς, η μαθήτρια αναζητά και ξεκινά από μόνη της αυτό το παιχνίδι.
Επιπλέον, καθοδηγήθηκε σε παιχνίδι με την κούκλα, κατά το οποίο την ετοίμαζε και την έβαζε για ύπνο, της έκανε μπάνιο, και την τάιζε. Στα πλαίσια προγραμματισμένων δραστηριοτήτων συμμετείχε στην κατασκευή μικρών σπιτιών και εν συνεχεία σε παιχνίδι κατά το οποίο τοποθετούσε τα κουκλάκια πότε μέσα στο σπίτι για να κοιμηθούνε και πότε έξω για να παίξουνε στην αυλή. Σταδιακά άρχισε να αναζητά και να ξεκινά το παιχνίδι αυτό μόνη της.
Όσον αφορά το κοινωνικό παιχνίδι της Ι., κατά τη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος οι εκπαιδευτικοί προσπαθούσαν να δημιουργούν καταστάσεις παράλληλου παιχνιδιού το οποίο να είναι όσο το δυνατό ασύμβατο με ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Έτσι λοιπόν, μέσα από λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένες καταστάσεις, δίνονταν στα παιδιά παρόμοια υλικά, ενθαρρύνονταν και καθοδηγούνταν να παίζουν το καθένα με τα δικά του. Παρομοίως οργανώνονταν απλές δραστηριότητες που περιελάμβαναν κίνηση ή χαλάρωση στις οποίες τα παιδιά καλούνταν να συμμετέχουν ταυτόχρονα ή με τη σειρά. Πιο αναλυτικά:
·         Κατά τη διάρκεια του διαλείμματος η Ι. δέχεται και αποζητά παιχνίδι κατά το οποίο η εκπαιδευτικός κρατά με το ένα χέρι εκείνη και με το άλλο κάποιο άλλο παιδί και κινούνται στον εξωτερικό χώρο του σχολείου, πότε βαδίζοντας αργά (περπατώ) και πότε τρέχοντας (τρέχω).
·         Συμμετέχει με ευχαρίστηση σε οργανωμένες δραστηριότητες εντός του χώρου του γυμναστηρίου (κορίνες, σταφάνια, στεπ).
·         Συμμετέχει σε δραστηριότητα τραγουδιού με χρήση μουσικών οργάνων στη γωνιά μουσικής.
·         Συμμετέχει σε δραστηριότητα τραγουδιού με απλές κινήσεις.
·         Απολαμβάνει ιδιαίτερα παράλληλη δραστηριότητα χαλάρωσης στο χαλί κατά την οποία αυτή και κάποιο ακόμη παιδί ξαπλώνουν στο χαλί πότε στην πλάτη, πότε στην κοιλιά, στο ένα πλάι και στο άλλο πλάι και δέχονται ελαφρύ μασάζ από την εκπαιδευτικό.
Προχωρώντας η σχολική χρονιά παρατηρείται ότι μέσα από την εφαρμογή του καθημερινού προγράμματος και καθώς η αλληλεπίδραση της Ι. με το περιβάλλον του σχολείου (πρόσωπα και αντικείμενα) γίνεται όλο και πιο ποιοτική, η Ι. αρχίζει σταδιακά να αντιλαμβάνεται κάποιες χωροχρονικές έννοιες. Έτσι, φαίνεται να κατανοεί το «τώρα» και το «μετά» σε σχέση με καταστάσεις που την αφορούν («τώρα είναι ώρα φαγητού», «μετά θα έρθει ο μπαμπάς να σε πάρει»). Δείχνει να αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα σε πράγματα που συμβαίνουν «σήμερα» και πράγματα που θα συμβούν κάποια άλλη μέρα. Παρομοίως, φαίνεται να κατανοεί τις έννοιες «πάνω- κάτω» και  «μέσα- έξω» σε σχέση με καταστάσεις που έχουν νόημα για την ίδια.
Στα πλαίσια καθημερινών οργανωμένων δραστηριοτήτων αλλά και του καθημερινού παιχνιδιού δουλεύτηκαν πιο συστηματικά στόχοι στον τομέα της νοητικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, η Ι. πραγματοποίησε μία σειρά δραστηριοτήτων που στόχευαν:
·         στην ενίσχυση της παρατηρητικότητάς της
·         στον εντοπισμό βασικών χαρακτηριστικών αντικειμένων (χρώμα, σχήμα, λειτουργία, χρησιμότητα) και στον εντοπισμό ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ αντικειμένων
·         στην ομαδοποίηση/ ταξινόμηση αντικειμένων σύμφωνα με ένα κριτήριο
·         στην αντιστοίχιση αντικειμένων
Μέχρι σήμερα η Ι. μπορεί να:
·         αναγνωρίζει και να διακρίνει οικεία αντικείμενα με βάση τη χρήση τους και το χώρο στον οποίο συναντώνται (π.χ. αντικείμενα του μπάνιου, ρούχα, φαγητά)
·         αναγνωρίζει και επισημαίνει με βοήθεια μιμητικών κινήσεων και καρτών τις χρήσεις οικείων αντικειμένων (π.χ. χτένα- χτένισμα μαλλιών).
·         αντιστοιχεί κάρτες στις οποίες απεικονίζεται η χρήση οικείων αντικειμένων με τα αντίστοιχα αντικείμενα (π.χ. πίνει νερό- ποτήρι).
·         ομαδοποιεί αντικείμενα με βάση λειτουργικά/χρηστικά κριτήρια (π.χ. φαγητά- ρούχα).
·         αναγνωρίζει τα χρώματα αντικειμένων (κόκκινο, πράσινο, μπλε, κίτρινο) ταυτίζοντάς τα με κάρτα ή αντικείμενο του αντίστοιχου χρώματος.
·         αναγνωρίζει απλά σχήματα (κύκλο, τετράγωνο, τρίγωνο) ταυτίζοντάς τα με σχήμα δείγμα
·         σχηματίζει με ευκολία  μία ή δύο ομάδες αντικειμένων με ένα κριτήριο  (χρώμα, σχήμα).
·         αντιστοιχεί αντικείμενα ένα προς ένα.
Στη σχολική γιορτή των Χριστουγέννων, η οποία έγινε από κοινού με τις άλλες 2 συστεγαζόμενες Σ.Μ.Ε.Α.Ε., η μαθήτρια έλαβε μέρος ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του ρόλου της (βέβαια ο ρόλος της ήταν μικρής διάρκειας και σε καθαρά μουσικοκινητική βάση, χωρίς λεκτική παρέμβαση, αλλά παρόλα αυτά η Ι. κατόρθωσε να ανταπεξέλθει με πλήρη επιτυχία σε αυτόν).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μαθήτρια συμμετέχει σε δύο Προγράμματα E-twinning, τα οποία υλοποιούνται στο Νηπιαγωγείο. Το πρώτο έχει θέμα “Teaching Colors in a Multisensory Approach” («Διδάσκοντας τα Χρώματα με μία Πολυαισθητηριακή Προσέγγιση») και το δεύτερο “World of Childhood” («Ο κόσμος της Παιδικής Ηλικίας»). Η συμμετοχή της στα συγκεκριμένα Προγράμματα εμπλουτίζει τις εμπειρίες της Ι., της προσδίδει καινούριες γνώσεις, της δημιουργεί νέα συναισθήματα (χαρά και αυτοεπιβεβαίωση). Πέραν των «προσωπικών» οφελών όμως, η Ι. «προσφέρει» και στην υπόλοιπη ομάδα παιδιών, καθοδηγώντας και βοηθώντας τα να αλληλεπιδράσουν και να συνεργαστούν μεταξύ τους. Η παρουσία της είναι ιδιαίτερα ενισχυτική καθώς παρακινεί και επηρεάζει (ως θετικό παράδειγμα προς μίμηση) τα υπόλοιπα παιδιά.

Συμπεράσματα - Επίλογος
Η εικόνα που παρουσίαζε η μαθήτρια στην αρχή της χρονιάς ήταν αυτή ενός παιδιού που εκδήλωνε κάποιες προβληματικές συμπεριφορές στην αλληλεπίδρασή του τόσο με ενήλικες όσο και με παιδιά, προτιμούσε να ασχολείται μόνο με αντικείμενα και δραστηριότητες που είχαν ενδιαφέρον γι’ αυτήν και εκδήλωνε την οποιαδήποτε επιθυμία της με τρόπο μη συμβατό με τα πρότυπα της ομάδας (φωνές, κλάμα, χτύπημα ποδιών στο πάτωμα). Αυτό δυσχέραινε σε σημαντικό βαθμό την ορθή εκτίμηση του πραγματικού της δυναμικού.
Η εικόνα της μέχρι σήμερα (περίπου στα μέσα της σχολικής χρονιάς) διαφέρει ως προς τα παρακάτω σημεία:
·         συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές στους  κανόνες της σχολικής ρουτίνας
·         οι βίαιες αντιδράσεις της μειώθηκαν ως προς τη συχνότητα
Παρόλα αυτά, 
·         στα πλαίσια της αυθόρμητης αλληλεπίδρασής της με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης, χωρίς εμπλοκή ενήλικα, εξακολουθούν να εκδηλώνονται ανεπιθύμητες συμπεριφορές
·         οι βίαιες αντιδράσεις της όταν δεν αποκτά αυτό που ζητά δεν εξαλείφθηκαν παρόλο που υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην έντασή τους
Η συμπεριφορά της Ι. στον τομέα του παιχνιδιού αποτελεί τη σημαντικότερη αλλαγή που παρατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η χρήση του παιχνιδιού στην αξιολόγηση και παρέμβαση παιδιών με νοητική υστέρηση έχει προσελκύσει εδώ και αρκετές δεκαετίες το ερευνητικό ενδιαφέρον (Hart et al., 1968; Koegel et al., 1974; Arntzen et al., 2003; Di Carlo & Reid, 2004; Sigafoos et al, 2009). Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η έλλειψη ερευνών σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζει το παιχνίδι στο ελληνικό ειδικό νηπιαγωγείο.
Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι: δεν υπήρξε συστηματική καταγραφή των συμπεριφορών της μαθήτριας, δεν υπήρξε έλεγχος παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αλλαγές της συμπεριφοράς της, ούτε έλεγχος παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτίμηση των αλλαγών αυτών. Συνεπώς η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το ρόλο της συγκεκριμένης παρέμβασης κρίνεται αδύνατη από τις εκπαιδευτικούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μία απλή περιγραφή παιδαγωγικής δράσης. Η περιγραφή αυτή έχει ως μοναδικό στόχο την ανάδειξη θεμάτων που θα άξιζε να μελετηθούν με συστηματικότερο τρόπο. Με δεδομένο ότι υπάρχει κενό γνώσης γύρω από τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι παιδαγωγικές παρεμβάσεις μέσα στην τάξη, η συγκεκριμένη παρουσίαση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα παράδειγμα παρέμβασης διαθέσιμο προς περαιτέρω διερεύνηση.
 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 

Ευχαριστούμε θερμά τη μητέρα της μαθήτριας, η οποία από το ξεκίνημα της συγγραφής της εργασίας έδειξε αμέριστη συμπαράσταση, δίνοντας όχι απλά την άδειά της για παρουσίαση-δημοσίευση της περίπτωσης αλλά και επιπλέον πολύτιμες πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Arntzen, E., Halstadtro, A. M., & Halstadtro, M. (2003). Training play behavior in 5-year- old boy with developmental disabilities. Journal of Applies Behavior Analysis, 36 (3), 367-370.
Boutot, E. A., Crozier, S., & Guenther, T. (2005). Let’s play: teaching play skills to young children with autism. Education and Training in Developmental Disabilities, 40 (3), 285-291.
Carmignac, V., et al. (2012). In-frame mutations in exon 1 of SKI cause dominant Shprintzen-Goldberg syndrome. American Journal of Human Genetics, 91 (5), 950-957. PMID: 23103230.
Di Carlo, C. F., & Reid, D. H. (2004). Increasing pretend toy play of toddlers with disabilities. Journal of Applied Behavior Analysis, 37 (2), 197-207.
Doyle, A. J., et al. (2012). Mutations in the TGF-beta repressor SKI cause Shprintzen-Goldberg syndrome with aortic aneurysm. Nature Genetics, 44 (11), 1249-1254. PMID: 23023332. 
Fokstuen, S., et al. (2001). Velofacial hypoplasia (Sedlackova syndrome): a variant of velocardiofacial (Shprintzen) syndrome and part of the phenotypical spectrum of del 22q11.2. European Journal of Pediatrics, 160 (1), 54-57. PMID: 11195019.
Greally, M. T., et al. (1998). Shprintzen-Goldberg  syndrome: A clinical analysis. American Journal of Medical Genetics, 76 (3), 202–212. PMID: 9508238.
Greally, M. T. (2010). Shprintzen-Goldberg  syndrome. [In: Pagon, R. A., Bird, T. D., Dolan, C. R., Stephens, K., Adam, M. P., editors. Source: GeneReviews™ [Internet book]. Seattle (WA): University of Washington, Seattle; 1993 - 2006 Jan 13 [updated 2010 Nov 16 - PMID: 20301454].  Retrieved from http://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK1277/
Hart, B. M., Reynolds, N. J., Baer, D. M., Brawley, E. R. & Harris, F. R. (1968). Effect of contingent and non-contingent social reinforcement on the cooperative play of a preschool child. Journal of Applied Behavior Analysis, 1 (1), 73-76.
Hayward, C., Brock, D. J. (1997). Fibrillin-1 mutations in Marfan syndrome and other type-1 fibrillinopathies. Human Mutation, 10 (6), 415-423. PMID: 9401003.
Koegel, R. L., Firestone, P. B., Kramme, K. W., & Dunlap, G. (1974). Increasing spontaneous play by suppressing self- stimulation in autistic children. Journal of Applied Behavior Analysis, 7 (4), 521-528.
O'Neill, M.J.F., ed. (2012a). Shprintzen-Goldberg Craniosynostosis Syndrome (SGS). (OMIM 182212). Retrieved from  http://www.omim.org/entry/182212
O'Neill, M.J.F., ed. (2012b). Shprintzen-Goldberg Craniosynostosis Syndrome (SGS) - Clinical Synopsis. (OMIM 182212). Retrieved from  http://www.omim.org/clinicalSynopsis/182212
ORPHA2462 - (2006). Διεθνής Κατάλογος Σπανίων Νοσημάτων (Orphanet Index). Shprintzen-Goldberg syndrome. Retrieved from  http://www.orpha.net/consor/cgi-bin/OC_Exp.php?Lng=EN&Expert=2462
ORPHA63882 - (c2013). Διεθνής Κατάλογος Σπανίων Νοσημάτων (Orphanet Index). Diagnostic test - Molecular diagnosis of Shprintzen - Goldberg Craniosynostosis (Fibrillin 1 gene). Retrieved from  http://www.orpha.net/consor/cgi-bin/ClinicalLabs_Search_Simple.php?lng=EN&LnkId=2275&Typ=Pat&fdp=y&from=rightMenu
Russ, S. W. (2004). Play in Child Development and Psychotherapy: Towards Empirically Supported Practice. New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates Inc.
Shprintzen, R.J. (2008). Velo-Cardio-Facial Syndrome: 30 years of study. Developmental Disabilities Research Reviews, 14(1), 3-10. PMID: 18636631.
Sigafoos, J., Lancioni, G. E., Machalicek, W., Rispoli, M., & White, P. (2009). Enhancing the effectiveness of play intervention by abolishing the reinforcing value of stereotypy: a pilot study. Journal of Applied Behavior Analysis, 42 (4)4, 889-894.
Stahmer, A. C., Ingersoll, B., & Carter, C., (2003). Behavioral approaches to promoting play. Autism, 7 (4), 401-413.
Topouzelis, N., Markovitsi, E., & Antoniades K. (2003). Shprintzen-Goldberg Syndrome: Case Report. Cleft Palate–Craniofacial Journal, 40 (4), 433-436. PMID: 12846610.
Vance, A. (2002). Gale Encyclopedia of Public Health. Shprintzen - Goldberg craniosynostosis syndrome. Retrieved from http://www.healthline.com/galecontent/shprintzen-goldberg-craniosynostosis-syndrome
Vasta, R., Haith, M. M., & Miller, S. A. (1999). Child Psychology: The Modern Science. New York: John Wiley & Sons Inc.
Δαφέρμου, Χ., Κουλούρη, Π. & Μπασαγιάννη, Ε. (2006). Οδηγός Νηπιαγωγού – Εκπαιδευτικοί Σχεδιασμοί Δημιουργικά Περιβάλλοντα Μάθησης. Αθήνα: Ο.Ε.Δ.Β.
Kόλλια-Τσαρούχα, Μ. (2010). Ερώτηση στη Βουλή των Ελλήνων - Θέμα: «Σύνδρομο Goldberg-Shprintzen», αρ. 7964/17-12-10 (απάντηση: αρ. 162410/22-03-11). Retrieved from http://www.hellenicparliament.gr/el/Koinovouleftikos-Elenchos/Mesa-Koinovouleutikou-Elegxou?pcm_id=73985a76-177f-431a-8ec6-edb1f95f8b87
Λαμπροπούλου, Β. (2004α). Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για Μαθητές με Ελαφριά και Μέτρια Νοητική Καθυστέρηση. Αθήνα: ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Λαμπροπούλου, Β. (2004β). Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για Μαθητές με Αυτισμό. Αθήνα: ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Μελλάς, Δ. (2000). Δραστηριότητες Μαθησιακής Ετοιμότητας. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Οδηγός διαταραχών (c2012). Σύνδρομα κρανιοσυνόστωσης. Retrieved from http://www.noesi.gr/node/93
ΥΠ.Ε.Π.Θ. - Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) Νηπιαγωγείου (2003). Αθήνα: ΥΠ.Ε.Π.Θ.
Φρυσίρα, Ε. (c2008). Γενετικά σύνδρομα των εφήβων. Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής Παν/μίου Αθηνών. Retrieved from http://www.youth-health.gr/gr/documents/sem_genetic.pdf